- ταχεία
- ηαμαξοστοιχία που εκτελεί δρομολόγια σε σύντομο χρόνο, το εξπρές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ταχεία — ταχείᾱ , ταχύς swift fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχείᾳ — ταχείᾱͅ , ταχύς swift fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχεία — (I) η, Ν βλ. ταχύς. (II) η, Ν ζωολ. γένος γαστερόποδων μαλακίων … Dictionary of Greek
ταχειά — Ν επίρρ. βλ. ταχιά … Dictionary of Greek
ταχεῖα — ταχύς swift fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχείας — ταχείᾱς , ταχύς swift fem acc pl ταχείᾱς , ταχύς swift fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναβρασμός — Ταχεία έκλυση αερίου από ένα υγρό, που εκδηλώνεται με έντονη ανάπτυξη φυσαλίδων. Η ανάπτυξη αερίου μπορεί να οφείλεται σε χημική αντίδραση (π.χ. μεταξύ ενός οξέος και ενός δισανθρακικού άλατος) ή σε ελάττωση της διαλυτότητας του αερίου στο υγρό,… … Dictionary of Greek
ταχεῖ' — ταχεῖα , ταχύς swift fem nom/voc sg ταχεῖαι , ταχύς swift fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχείαι — ταχείᾱͅ , ταχύς swift fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχύς — εία, ύ / ταχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, συγκριτ. ταχύτερος, η, ο, υπερθ. ταχύτατος, η, ο και τάχιστος, η, ο, Ν, και συγκριτ. ταχύτερος, έρα, ον και ταχίων, τάχιον, και θάσσον, θᾱσσον, και υπερθ. ταχύτατος, άτη, ον και τάχιστος, ίστη, ον, ΜΑ, και αττ. τ.… … Dictionary of Greek